ἰδιοθάνατος

From LSJ
Revision as of 08:54, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοθάνᾰτος Medium diacritics: ἰδιοθάνατος Low diacritics: ιδιοθάνατος Capitals: ΙΔΙΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: idiothánatos Transliteration B: idiothanatos Transliteration C: idiothanatos Beta Code: i)dioqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, A dying a natural death (cf. ἴδιος 1.6b), Vett.Val.19.2.

German (Pape)

[Seite 1236] ὁ, der eigene Tod, Sp.

Greek Monolingual

ἰδιοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει από φυσικό θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, μελλοθάνατος.