ἐκπίασμα
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐκπίεσμα, Hsch. s.v. ἐπίτερα:
Spanish (DGE)
-ματος, τό
machacadura de plantas para hacer un conjuro PMag.5.70, ἐλαιῶν Hsch.s.u. ἐπιτερῆ.