ἀνδραπόδισις
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἀνδραποδισμός (selling free men into slavery, enslaving, kidnapping), X. Ap. 25.
German (Pape)
[Seite 216] ἡ, als todeswürdiges Verbrechen aufgeführt, Xen. Apol. 25; =
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Ἀπολ. 25.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
asservissement, réduction en esclavage ; vente d'esclave.
Étymologie: ἀνδραποδίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de vender como esclavo, venta de esclavos X.Ap.25.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰπόδισις: εως ἡ Xen. = ἀνδραποδισμός.