παρακρέμαμαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Pass., hang beside, Luc.Asin.23: metaph., to be dependent, τὰ παρακρεμάμενα μέρη the dependencies of an empire, Plb. 5.35.10.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρέμαμαι: Παθ., ἐξήρτημαι ἔκ τινος, τά παρακρεμάμενα, μέρη ἀπομεμακρυσμένα καὶ ἐξαρτώμανα ἔκ τινος ἐπικρατείας, Πολύβ. 5. 35, 10.
Greek Monolingual
Α
1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι
2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρέμαμαι].
Russian (Dvoretsky)
παρακρέμᾰμαι: (только praes., pass. к παρακρεμάννυμι) быть привешенным, находиться с краю: μέρη παρακρεμάμενα τῆς βασιλείας Polyb. окраинные части государства.