περιθρύλητος
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ] and περίθρῡλος, ον, famous, Tz.H.8.371, 7.929. Adv. -ήτως Cat.Cod.Astr.8(4).205.
Greek (Liddell-Scott)
περιθρύλητος: καὶ περίθρῡλος, ον, ὡς τὸ περιβόητος, περίφημος, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 372, κλ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιθρυλούμαι
πολυθρύλητος, περίφημος.
επίρρ...
περιθρυλήτως
με πολύ μεγάλη φήμη.