περιπλοκάδην
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. = περιπλέγδην, AP5.251 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 588] adv., = περιπλέγδην, Paul. Sil. 6 (V, 252).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλοκάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. = περιπλέγδην, Ἀνθ. Π. 5. 252.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. περιπλέγδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλοκή / περιπλέκω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. περιφορ-άδην)].
Russian (Dvoretsky)
περιπλοκάδην: (ᾰ) adv. Anth. = περιπλέγδην.