πολύκυκλος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, with many circles, Id.s.v.πολυέλικτον.
German (Pape)
[Seite 665] mit od. in vielen Kreisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκυκλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κύκλους, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυέλικτον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς κύκλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κυκλος (< κύκλος), πρβλ. ολό-κυκλος].