πορνοτελώνης

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνοτελώνης Medium diacritics: πορνοτελώνης Low diacritics: πορνοτελώνης Capitals: ΠΟΡΝΟΤΕΛΩΝΗΣ
Transliteration A: pornotelṓnēs Transliteration B: pornotelōnēs Transliteration C: pornotelonis Beta Code: pornotelw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, at Athens, farmer of the πορνικὸν τέλος, Philonid.5: nickname for tax-gatherers, Poll.9.29.

German (Pape)

[Seite 684] ὁ, in Athen derjenige, der vom Rathe die Hurensteuer, πορνικὸν τέλος, gepachtet hatte, Philonids. com. Poll. 9, 29; Böckh's Staatshaush. I p. 357.

Greek (Liddell-Scott)

πορνοτελώνης: -ου, ὁ, ἐν Ἀθήναις ὁ τελώνης τῶν δημοσίων πορνῶν, ὁ λαμβάνων παρ’ αὐτῶν τὸ πορνικὸν τέλος, Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1· καλούμενος καὶ τελώνης τοῦ πορνικοῦ τέλους, Αἰσχίν. 17. 3. πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 2. 49· ― σκωπτικὸν τέλος ὄνομα τῶν εἰσπραττόντων φόρους, Πολυδ. Θ΄, 29.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα)
1. άτομο που εισέπραττε τους φόρους τών δημόσιων πορνών, δηλ. το πορνικόν τέλος
2. (σκωπτικά) προσωνυμία τών ατόμων που εισέπρατταν τους φόρους του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τελώνης.