σαρκογονία

From LSJ
Revision as of 17:47, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκογονία Medium diacritics: σαρκογονία Low diacritics: σαρκογονία Capitals: ΣΑΡΚΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: sarkogonía Transliteration B: sarkogonia Transliteration C: sarkogonia Beta Code: sarkogoni/a

English (LSJ)

ἡ, (γενέσθαι) formation of flesh, ἐξ αἵματος Porph.Antr.14.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκογονία: ἡ, (γενέσθαι) σαρκικὴ γέννησις, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να γεννιέται κανείς από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -γονία (< -γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κοσμογονία, πρωτο-γονία].