συγγραφοδιαθήκη
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
ἡ, contract with marriage settlement, BGU252.1 (i A.D.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»].
Greek Monolingual
ἡ, Α
συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»].