χελιδόνεως
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ω, ἡ, tree which bore the figs called χελιδόνια, Anon. (Androt., Phil., or Hegem.) ap.Ath. 3.75d, Choerob. in Theod.1.253 H. (v.l. χελιδώνεως).
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνεως: -ω, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ σῦκα τὰ καλούμενα χελιδόνια παρ’ Ἀθην. 75D· ἐν τοῖς Α. Β. (1197) φέρεται ἐφθαρμένως, χελιδώνεως.
Greek Monolingual
-εω, ἡ, Α
ποικιλία συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + επίθημα -εως που απαντά και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. κανθάρ-εως)].