καταδράθω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
v. καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καταδράθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καταδράθω: эп. conjct. act. к καταδαρθάνω.