καταματτεύομαι
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
Pass., to be tickled, πτερῷ (as an emetic) Hp.Int. 6, 27 (v.l. κατ-ματευόμενος):—also κατ-ματέομαι Gal.19.109; κατ-μάττομαι Hp.Int.12 (v.l. κατ-ματτεόμενος).