κνάφαλλον
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
τό, v. κνέφαλλον.
Greek (Liddell-Scott)
κνάφαλλον: ᾰ, τό, ἴδε κνέφαλον.
Greek Monolingual
κνάφαλλον, τὸ (Α)
βλ. γνάφαλλον.
Greek Monotonic
κνάφαλλον: [ᾰ], τό, βλ. κνέφαλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνάφαλλον -ου, τό, Aeol. γνόφαλλον [κνάφος] vlokje wol; uitbr. kussen:. μόλθακον... γνόφαλλον zacht kussen Alc. 338.8.