κωπηλατικός

From LSJ
Revision as of 02:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωπηλᾰτικός Medium diacritics: κωπηλατικός Low diacritics: κωπηλατικός Capitals: ΚΩΠΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōpēlatikós Transliteration B: kōpēlatikos Transliteration C: kopilatikos Beta Code: kwphlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.

German (Pape)

[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).