λαμόπτης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ ἐπὶ τηλίας, Hsch. (Prob. = blear-eyed, cf. λήμη: perhaps λ.· ὀπτιλίας; cf. ὀπτιλίασις.)
Greek (Liddell-Scott)
λαμόπτης: -ου, ὁ, (λήμη), ἔχων λήμην, «τσιμπλιάρης», «λαμόπτης· ὁ ἐπιτηλείας» Ἡσύχ., ἀλλὰ νῦν διωρθώθη: «ὁ ἐπὶ τηλίας».