λατομικός

From LSJ
Revision as of 02:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομικός Medium diacritics: λατομικός Low diacritics: λατομικός Capitals: ΛΑΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: latomikós Transliteration B: latomikos Transliteration C: latomikos Beta Code: latomiko/s

English (LSJ)

ή, όν, for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).