μελάμπετρος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον, with black rocks, Philet. 24.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.
Greek Monolingual
μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.