μελανόρριζον
From LSJ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τό, black hellebore, Ps.-Dsc.4.162.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόρριζον: τό, μέλας ἑλλέβορος, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
Greek Monolingual
μελανόρριζον, τὸ (Α)
το φυτό ελλέβορος ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελανόρριζος].