μεταμελητός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ή, όν, repented of, Hsch.s.v. πεδάγρετον.
German (Pape)
[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
Greek Monolingual
μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.