νεοσχιδής

From LSJ
Revision as of 05:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσχῐδής Medium diacritics: νεοσχιδής Low diacritics: νεοσχιδής Capitals: ΝΕΟΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: neoschidḗs Transliteration B: neoschidēs Transliteration C: neoschidis Beta Code: neosxidh/s

English (LSJ)

ές, just split or cloven, ὄρος Nonn.D.45.307.

German (Pape)

[Seite 245] ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσχιδής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, ὄρος Νόνν. Δ. 25. 307.

Greek Monolingual

νεοσχιδής, -ές (Α)
αυτός που σχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ- του σχίζω), πρβλ. ακρο-σχιδής, πολυ-σχιδής].