νεανισκύδριον
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
τό, = νεανισκάριον, Theognost.Can.126.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνισκύδριον: τό, = νεανισκάριον, Θεογνώστ. Κανόν. 126.
Greek Monolingual
νεανισκύδριον, τὸ (Μ)
(συν. με υποτιμητική σημ.) νεανισκάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεανίσκος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].