νωγαλεύω
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
munch dainties or sweetmeats, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
νωγᾰλεύω: τρώγω νωγαλεύματα, Σουΐδ.
Greek Monolingual
νωγαλεύω (Α) νώγαλα
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα».