ἐκτορμέω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
(τόρμη) turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.
German (Pape)
[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
Spanish (DGE)
salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
Greek Monolingual
ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.