ἐμπεδής
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ές,= ἔμπεδος, Trag.Adesp.208. Adv. Ion. ἐμπεδέως Scol.25.
German (Pape)
[Seite 811] ές, Hesych., = ἔμπεδος. – Adv. ἐμπεδέως, Scol. bei Ath. XV, 695 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδής: -ές, = ἔμπεδος, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐπίρρ. ἐμπεδῶς, διηνεκῶς, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 20, Ἰων. ἐμπεδέως σκόλια παρ’ Ἀθην. 695Ε.
Spanish (DGE)
-ές
I fijado al suelo con firmeza, estable de Hades Trag.Adesp.208.
II adv. -έως, -ῶς
1 invariablemente τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθος Carm.Conu.22.
2 sin interrupción ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶς Plb.2.19.1.