ἐνθρύβω
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
= ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.
Spanish (DGE)
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.