ἐπιταγματικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ή, όν, subsidiary, of the pronoun αὐτός, A.D.Pron.45.12,Synt. 194.8, cf. Arc.144.7.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, zum ἐπίταγμα gehörig, hinzugesetzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιταγματικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτασσόμενος, περὶ τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς (ἐγὼ αὐτὸς) Ἀπολλών. περὶ Ἀντων. 306Α, 316C, 339Β, 407, Συντ. 62, 21, 194, 8. Ἀρκ. 144, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιταγμᾰτικός: грам. эсплетивный, вставной (о местоимении αὐτός).