ἐπιταγματικός

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιταγματικός Medium diacritics: ἐπιταγματικός Low diacritics: επιταγματικός Capitals: ΕΠΙΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitagmatikós Transliteration B: epitagmatikos Transliteration C: epitagmatikos Beta Code: e)pitagmatiko/s

English (LSJ)

ἐπιταγματική, ἐπιταγματικόν, subsidiary, of the pronoun αὐτός, A.D.Pron.45.12,Synt. 194.8, cf. Arc.144.7.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum ἐπίταγμα gehörig, hinzugesetzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιταγματικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτασσόμενος, περὶ τῆς ἀντωνυμίας αὐτὸς (ἐγὼ αὐτὸς) Ἀπολλών. περὶ Ἀντων. 306Α, 316C, 339Β, 407, Συντ. 62, 21, 194, 8. Ἀρκ. 144, 7.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιταγμᾰτικός: грам. эсплетивный, вставной (о местоимении αὐτός).