αἰσχρορρημονέω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
= αἰσχροεπέω, Charond. ap.Stob.4.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρημονέω: αἰσχροεπέω, Ἄδηλ. παρὰ Στοβ. 291. 13.
Spanish (DGE)
decir obscenidades αἰσχρορρημονείτω δὲ μηδείς, ὅπως ἂν μὴ παρελκύῃ τὴν διάνοιαν ἔργοις αἰσχροῖς Charondas 62.24, (οἶνος) ποιεῖ τὸν μέθυσον αἰσχρορρημονεῖν T.Iud.14.8, cf. Eutecnius Al.Par.63.8, Eus.PE 4.17.1 (var.), Olymp.in Phd.6, An.Par.4.404.