ἀσαφήνιστος
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ον, not explained, declared, Sch.E.Med.722 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσαφήνιστος: -ον, ὁ μὴ σαφηνισθείς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 722.
Spanish (DGE)
-ον no aclarado, no explicado Sch.E.Med.722.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσαφήνιστος, -ον) σαφηνίζω
αυτός που δεν έχει καταστεί σαφής ή δεν έχει διευκρινιστεί.