ὀμφαλώδης

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλώδης Medium diacritics: ὀμφαλώδης Low diacritics: ομφαλώδης Capitals: ΟΜΦΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omphalṓdēs Transliteration B: omphalōdēs Transliteration C: omfalodis Beta Code: o)mfalw/dhs

English (LSJ)

ες, = ὀμφαλοειδής, Arist.HA550a21, GA752b2.

German (Pape)

[Seite 343] ες, = ὀμφαλοειδής, Arist. gener. anim. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ὀμφαλοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός
ομφαλοειδής
το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλώδης: пуповидный Arst.