ῥίψ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ῥῑπός, ἡ (later also ὁ, Arist.Pr.911b11),
A plaited work of osiers or rushes, wicker-work, mat, φράξε δέ μιν [σχεδίην] ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυΐνῃσι, κύματος εἶλαρ ἔμεν, evidently as a kind of bulwark (cf. παράρρυμα), Od.5.256; ῥιψὶ καταστεγάζειν Hdt.4.71; πάρεξις ῥιπῶν SIG57.32 (Milet., V B.C.): prov., θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις E. Fr.397, cf. Ar.Pax 699, Luc.Herm.28, Favorin. in PVat.11.7.27; cf. ῥῖπος.