ὁπλουργός

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλουργός Medium diacritics: ὁπλουργός Low diacritics: οπλουργός Capitals: ΟΠΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hoplourgós Transliteration B: hoplourgos Transliteration C: oplourgos Beta Code: o(plourgo/s

English (LSJ)

ὁ, = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].