ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
πτάσσω (cf. πτώσσω.) shrink back in awe ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥροες ἀντίθεοι (P. 4.57) [πτάξεις (coni. Edmonds: πτίξεις codd.) fr. 207.]
πτάσσω: дор. = πτήσσω.