ὔρχη
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ, jar, for pickles, in acc. pl. ὔρχας, Ar. V.676 (anap.); nom. sg. ὔρχη (twice corr. from ὔρχης) ταρίχου, ὑπογαστρίων ὔρχη, PSI4.428.8, 84 (iii B. C.); for wine, in acc. pl. ὔρχας, Ar.Fr.423. (Aeol.acc. to Poll.6.14, Sch.D.T.p.143H.; ψιλοῦται Sch.D.T.l.c.; ὑρχή (·ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῦται, Hsch.) is perhaps a difft. word.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
vase de terre où l'on conservait le poisson salé, ou le vin.
Étymologie: mot éol. -- DELG cf. lat. orca, tous deux empr. à une langue médit.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐφ' ἧς τὰ φορτία φέρουσιν οἱ ναῡται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διακριθεί από τη λ. ὕρχη].