λέσπιν

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέσπιν Medium diacritics: λέσπιν Low diacritics: λέσπιν Capitals: ΛΕΣΠΙΝ
Transliteration A: léspin Transliteration B: lespin Transliteration C: lespin Beta Code: le/spin

English (LSJ)

μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην, Hsch.

Greek Monolingual

λέσπιν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῖαν
οἱ δὲ λόχμην».