ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-έω, Αεξασκώ κάτι από κοινού με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπασκῶ «γυμνάζω για τον αγώνα, εξασκώ»].