accident
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
subs.
P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ, P. περίπτωμα, τό, σύμπτωμα, τό.
In case of accident: P. ἤν τι συμβῇ.