ἀπωστικός

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστικός Medium diacritics: ἀπωστικός Low diacritics: απωστικός Capitals: ΑΠΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apōstikós Transliteration B: apōstikos Transliteration C: apostikos Beta Code: a)pwstiko/s

English (LSJ)

ή, όν, rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
expulsor, expelente (δύναμις) de los vomitivos, Gal.2.177.

German (Pape)

[Seite 342] fortdrängend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀπωστικός, -ή, -όν) απώστης
ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση.