ἁλυκότης
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ητος, ἡ, saltness, Arist.Fr. 217, Thphr. CP2.5.4, Mnesith. ap. Ath.3.92b.
Spanish (DGE)
(ἁλῠκότης) -ητος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
salinidad del mar, Arist.Fr.217, Thphr.CP 2.5.4, de ciertos pescados, Mnesith.Ath.36, cf. Gal.5.108.
German (Pape)
[Seite 110] ητος, ἡ, Salzigkeit, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκότης: -ητος, ἡ, ἁλμυρότης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 4.
Greek Monolingual
ἁλυκότης (-ητος), η (Α) ἁλυκός
αλμυρότητα, αρμυράδα.
Russian (Dvoretsky)
ἁλῠκότης: ητος (ᾰ) ἡ соленость Arst., Plut.