ἔνδεσμα
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ατος, τό, amulet, Dsc.2.114.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.