ἑλκητήρ
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).
Spanish (DGE)
-ῆρος
que desgarra fig. κτένες de un rastrillo AP 6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. ἐργαλεῖον, κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui tire, qui arrache.
Étymologie: ἑλκέω.
Greek Monolingual
ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.
Greek Monotonic
ἑλκητήρ: -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκητήρ: ῆρος adj. тянущий: κτένες ἑλκητῆρες Anth. грабли или борона.
Middle Liddell
ἑλκητήρ, ῆρος,
one that drags, Anth.