ἔμβρωμα
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77. II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
•alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.
German (Pape)
[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.
Greek Monolingual
ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.