διέδεξε
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
v. διαδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. διαδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέδεξε: ἴδε ἐν λ. διαδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διέδεξε: impers. Her. 3 л. sing. aor. к διαδείκνυμι.