καταξίως
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière digne de, gén..
Étymologie: κατάξιος.
Greek (Liddell-Scott)
καταξίως: ἐπίρρ., ὅπως ἀξίζει, κατ’ ἀξίαν, κ. τινός.
Russian (Dvoretsky)
καταξίως:
1) достойным образом, достойно (τινός Soph.);
2) заслуженно, по заслугам (τιμωρήσασθαι Polyb.).