σοῦσθαι
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
σοῦσθε, σούσθω, v. σεύω.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.
Greek (Liddell-Scott)
σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.
Greek Monotonic
σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.
Russian (Dvoretsky)
σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.