famous
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος. Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, πρεπτός. Be famous, v.: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν, P. and V. εὐδοξεῖν (Eur., Rhes.). Be famous for.: P. and V. δόξαν ἔχειν (gen.). Splendid, fine: P. and V. λαμπρός.