εὐδόκιμος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδόκῐμος Medium diacritics: εὐδόκιμος Low diacritics: ευδόκιμος Capitals: ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: eudókimos Transliteration B: eudokimos Transliteration C: evdokimos Beta Code: eu)do/kimos

English (LSJ)

εὐδόκιμον, in good repute, honoured, famous, glorious, στρατιά A.Pers.858 (lyr.); θανάτου μέρος E.Heracl.621 (lyr.); εὐδόκιμος εἴς τι, εὐδόκιμος πρός τι, in Sup., Pl. Ap.29d, Lg.878a; ἐπί τινι Plu.Lys.22; ἐν πᾶσιν Pl.Lg.631b; τὴν πατρίδα ἐν τῇ Ἑλλάδι εὐδοκιμωτέραν ποιεῖν X.Mem.3.7.1.

German (Pape)

[Seite 1063] in Ansehen stehend, Beifall habend, στρατιά Aesch. Pers. 843; θανάτου μέρος Eur. Heracl. 021; γέγονεν ἐν τῷ πολέμῳ Plat. Lach. 183 c, im Kriege; ἐν τοῖς Ἕλλησιν, unter den Griechen, Legg. I, 631 b, wie Xen. Mem. 3, 7, 1; τὴν πόλιν ποιεῖν Plat. Legg. XII, 950 e; εὐδ. τά τε ἄλλα καὶ εἰς τὸν πόλεμον, in Beziehung auf den Krieg; ἐπί τινι, Plut. Lys. 22 a u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d'une bonne réputation, considéré, estimé, honoré;
Cp. εὐδοκιμώτερος, Sp. εὐδοκιμώτατος.
Étymologie: εὖ, δόκιμος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδόκῐμος: пользующийся доброй славой, славный, окруженный почетом или уважением (στρατιά Aesch.; γυνή Plut.; εἴς или πρός τι Plat., ἐπί или ἔν τινι и περι τι Plut.): εὐδόκιμον θανάτου μέρος Eur. доблестная смерть.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδόκῐμος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν εἴς τι, ἔντιμος, ἔνδοξος, ἐπιτυχής, στρατιά Αἰσχύλ. Πέρσ. 857· θάνατος Εὐρ. Ἠρακλ. 621· εὐδ. εἴς τι, πρός τι, Πλάτ. Ἀπολλ. 29D, Νόμ. 878Α· ἐπί τινι Πλουτ. Λύσανδρ. 22· ἐν πᾶσιν Πλάτ. Νόμ. 631Β· ἐν τῇ Ἑλλάδι Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδόκιμος, -ον) ευδοκώ
αυτός που επιτυγχάνει σε κάτι, ο επιτυχής, ο αποτελεσματικός («ευδόκιμη υπηρεσία»)
αρχ.
ευυπόληπτος, ένδοξος, τιμημένος («εὐδοκίμους στρατιάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
ευδοκίμως (Α εὐδοκίμως)
με ευδόκιμο τρόπο, με επιτυχία.

Greek Monotonic

εὐδόκῐμος: -ον, αυτός που έχει καλή φήμη, τιμημένος, ένδοξος, δοξασμένος, επιτυχής, σε Αισχύλ., Ευρ.· πρός τι, σε κάτι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐ-δόκῐμος, ον
in good repute, honoured, famous, glorious, Aesch., Eur.; πρός τι in a thing, Plat.

English (Woodhouse)

celebrated, eminent, famous, illustrious, a man of mark, renowned person

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

famous

Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور‎, شَهِير‎; Egyptian Arabic: مشهور‎; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם‎; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی‎; Persian: نامدار‎, مشهور‎, معروف‎; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах

distinguished

Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye