αὐότης
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Att. αὑότης, ητος, ἡ, dryness, Arist.HA518a11.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.
Russian (Dvoretsky)
αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.