insolent
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἀναιδής, ἀναίσχυντος, ὑβριστής (with masc. subs.). θρασύς, P. ὑβριστικός, ἀσελγής, Ar. and P. νεανικός, V. πάντολμος, παντότολμος, ὑπέρκοπος.